οπλή

οπλή
Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό εξωτερικό περίβλημα, τοποθετημένο σχεδόν κάθετα, λέγεται ονυχώδες τοίχωμα· η κατώτερη στεφάνη του περιβάλλει το πέλμα, στο πίσω τμήμα του οποίου είναι σφηνωμένη η περόνη. Η συνεχής αύξηση της ο. οφείλεται στον ειδικό κερατογόνo ιστό που καλύπτει τα εσωτερικά τοιχώματα. Ενώ το ονυχώδες τοίχωμα είναι πολύ σκληρό, το πέλμα και η περόνη, αν και αυτά είναι από κεράτινη ουσία, έχουν τυλώδη σύσταση και κατά συνέπεια είναι πιο ελαστικά. Το νύχι του αλόγου μεγαλώνει κατά μέσο όρο περίπου 8 χιλιοστά τον μήνα. Προκειμένου να αποφευχθεί η πολύ γρήγορη φθορά σε πετρώδη εδάφη ή στους λιθόστρωτους δρόμους η ο. προστατεύεται με σιδερένια πέταλα.
* * *
η (Α ὁπλή)
νεοελλ.
1. ζωολ. σκληρημένη υπερτροφία τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας που καλύπτει τα άκρα τών δακτύλων τών περισσοδάκτυλων, τών αρτιοδάκτυλων, τών προβοσκιδωτών και τών υρακοειδών θηλαστικών, που ονομάζονται και οπληφόρα
2. είδος προστατευτικού καλύμματος με το οποίο περιβάλλουν το πληγωμένο νύχι τού αλόγου
αρχ.
1. το άσχιστο νύχι τού αλόγου και τού όνου
2. το σχιστό νύχι τών κερασφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὅπλον μια και η ὁπλή αποτελεί ένα είδος εξοπλισμού για τα πέλματα τού ζώου. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το επίθ. -πλ-ός*, -ή, -όν (< *sm-pl-) και αποτελούσε αρχικά προσδιορισμό τής λ. χηλή, αναφερόμενο μόνο στα άλογα. Η άποψη αυτή παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες εν σχέσει προς το αρκτ. φωνήεν ο·, το οποίο θα μπορούσε να εξηγηθεί ως σπάνια αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -m- τής ρίζας *sem- (πρβλ. άμα, εις) με -ο-, αντί τού αναμενόμενου -α-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁπλή — hoof fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλῇ — ὁπλέω make ready pres subj mp 2nd sg ὁπλέω make ready pres ind mp 2nd sg ὁπλέω make ready pres subj act 3rd sg ὁπλή hoof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλή — η το άκρο του ποδιού των μονώνυχων ζώων, αλλ. νύχι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπλαῖς — ὁπλή hoof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλαῖσι — ὁπλή hoof fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλαί — ὁπλή hoof fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλᾶς — ὁπλή hoof fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλήν — ὁπλή hoof fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”